OUR STORIES | our city

το εγχείρημα Our Stories στοχεύει να μετατοπίσει την αφήγηση και να συμβάλει στην τεκμηρίωση της ιστορίας της μετανάστευσης προς την Ελλάδα, φέρνοντας τις αφηγήσεις των ίδιων των μεταναστ(ρι)ών στο επίκεντρο. Με εργαλείο την προφορική ιστορία και τη χαρτογράφηση της πόλης μέσω αυτής, το project φιλοδοξεί να αναδείξει τις μεταναστευτικές κοινότητες ως κομμάτι της ιστορίας της Αθήνας. Παράλληλα, προσδοκούμε το Our Stories να δράσει ως ευκαιρία για την έναρξη μιας πιο ευαισθητοποιημένης δημόσιας συζήτησης, και ως έναυσμα για μια ευρύτερη και πιο συστηματική τεκμηρίωση της μεταναστευτικής ιστορίας στην Ελλάδα.

My Story: Λίνα

Μέρη

1. Μέρος 1ο - Το ταξίδι, η ζωή και εργασία μέσα στην πόλη
2. Μέρος 2ο - Η κοινότητα
3. Μέρος 3ο - Απολογισμός

Σχετικά με τη Μαρτυρία

Η Λίνα ήρθε στην Αθήνα από το Κονγκό το 1982, όταν ήταν 20 ετών. Έμαθε ελληνικά βλέποντας τηλεόραση. Η αγαπημένη της ταινία είναι “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”.

Αποσπάσματα

"Έτσι κι αλλιώς έχω μεγαλώσει εδώ, πιο πολύ είμαι μεγαλωμένη εδώ πέρα. Στην πατρίδα μου πάω και νιώθω σαν να είμαι ξένη γιατί δε ζω πάλι εκεί, πάω για λίγο, δηλαδή βλέπω ότι το κομμάτι μου είναι εδώ. Κι έτσι αποφάσισα να ζητήσω την ιθαγένεια."

Λίνα

"....τότε τα χρόνια ήταν λίγο δύσκολα. Επειδή δεν ήταν πολλοί ξένοι εδώ στην Ελλάδα και η κατάσταση ήταν καμιά φορά... ε βλέπεις οι άνθρωποι σε κοιτάνε σαν... δεν έχουνε δει ακόμα μαύρη και σε κοιτάνε με άλλον τρόπο που νιώθεις άσχημα. Λες γιατί με κοιτάνε έτσι;"

Λίνα

"Ελληνικά εγώ έμαθα με τη νύφη μου. Ο αδερφός μου τότε ήρθε και μου είπε ότι για να μάθεις τη γλώσσα πρέπει να ξεχνάς, δεν θα μιλήσουμε ούτε γαλλικά ούτε το διάλεκτο το δική μας, το Λινγκάλα, ελληνικά μόνο για να μάθεις. Και κάθε Σάββατο έκατσα στην τηλεόραση να βλέπω με τη νύφη μου αυτά τα παλιά τα έργα ελληνικά, τα παλιά."

Λίνα

"Στη δουλειά τα παλιά χρόνια ήταν λίγο δύσκολα γιατί δεν είχαμε ένσημα, ποτέ. Δεν κόλλαγαν ένσημα και δεν ξέραμε εμείς ότι έπρεπε να κολλάνε ένσημα και έτσι έχουμε χάσει πολλά χρόνια για αυτά. Τώρα που σου μιλάω δεν έχω ένσημα, παρόλο που δούλεψα πάρα πολύ, δεν έχω ένσημα, γιατί το σύστημα τότε ήταν έτσι. Αλλά έδωσε ο Θεός, ευτυχώς."

Λίνα

Υπόμνημα

Μέρος 1ο - Το ταξίδι, η ζωή και εργασία μέσα στην πόλη

Εγώ ήρθα στην Ελλάδα '82, 1982. Ήμουν στην πατρίδα μου, στο Κονγκό, το παλιό Ζαΐρ.
Και πως αποφασίσατε να έρθετε στην Ελλάδα;
Δεν αποφάσισα εγώ, αποφάσισε ο αδερφός μου. Ήταν εδώ χρόνια. Αυτός είχε έρθει εδώ πέρα από δεκαοχτώ χρόνια εδώ και ήρθε κάτω και μου είπε ότι είναι μόνη και με θέλει να με φέρει στην Ελλάδα. Αντέδρασα βέβαια αλλά οι συγγενείς μου μου είπαν πήγαινε αφού ήρθε, ήδη είχε πληρώσει το εισιτήριο, είχε κανονίσει τα πάντα και έτσι ήρθα.
Αντέδρασα γιατί δεν ήθελα να αποχωριστώ με την υπόλοιπη μου οικογένεια. Δηλαδή μου έφτανε που αυτός κάθε χρόνο ερχότανε κάτω. Λοιπόν, αυτός ήταν μόνη του εδώ πέρα και έλεγα εντάξει, αφού κάθε χρόνο έρχεται κάτω δεν μας λείπει. Είχα ακούσει για την Ελλάδα από τον ίδιο τον αδερφός μου και όταν ερχόταν κάτω μιλάγανε μαζί με... έμαθε λίγο Ελληνικά, επειδή είχαμε, ρωτάγαμε άμα έφερνε φίλοι Έλληνες στο σπίτι και όταν έφευγαν λέγαμε τι γλώσσα είναι αυτό, τι μιλάτε, τι είναι αυτό; Και μας έλεγε ότι έμαθε λίγο Ελληνικά.
Και πριν έρθετε, δουλεύατε εκεί;
Όχι. Ήμουν στο σχολείο. Όταν ήρθα ήμουν είκοσι ακριβώς. Είκοσι. Είκοσι ετών. Από '82 μέχρι τώρα. Δηλαδή μπορώ να πω ότι μεγάλωσα στην Ελλάδα. Τα πολλά χρόνια είμαι εδώ στην Ελλάδα. Το νιώθω σαν η δεύτερη μου πατρίδα.
Όταν ήρθα τα πράγματα ήταν για μένα δύσκολο επειδή δεν ήξερα και τη γλώσσα. Ε…..Αλλά σιγά σιγά έμαθα, αλλά τότε τα χρόνια ήταν λίγο δύσκολα. Επειδή δεν ήταν πολλοί ξένοι εδώ. Δεν υπήρχαν πολλές ξένοι εδώ, στην Ελλάδα και η κατάσταση ήταν καμιά φορά... ε βλέπεις οι άνθρωποι σε κοιτάνε σαν... δεν έχουνε δει ακόμα μαύρη και σε κοιτάνε με άλλον τρόπο που νιώθεις άσχημα. Λες γιατί με κοιτάνε έτσι; Ξέρεις, εμείς στην Αφρική κάνουμε τα μαλλιά μας κάπως. Λοιπόν, όλα αυτά, σαν άνθρωποι, το νιώθεις μέσα σου ότι είμαι σε μια χώρα που δεν ξέρουν για μαύροι. Ήταν λίγο δύσκολα.
Την πρώτη μέρα που έφτασα ήταν…. ήταν Μεγάλη Παρασκευή, το Πάσχα και κατευθείαν πήγαμε... πήγαμε εκκλησία το Μεγάλο Σάββατο, επειδή ο αδερφός μου ήταν ορθόδοξη, ήταν και παπάς και έτσι πήγαμε εκκλησία. Ήταν διαφορετικά από την δική μας, πως το λένε, εκκλησία. Είδα ότι είχανε αυγά, δώσανε αυγά, τα κόκκινα, τα πήρα και φτάνουμε σπίτι, λέω τι είναι αυτό; Ο αδερφός μου μου λέει είναι αυγά τα κάνουμε εμείς έτσι το Πάσχα είναι. Λέω κάτι καινούργιο που δεν ήξερα. Δηλαδή ο εορτασμός του Πάσχα της Ελλάδας και το δικό μας είναι μεγάλη διαφορά κι έτσι... Αυτή ήταν η πρώτη μου, πως το λένε, εμπειρία. Μέναμε στο Παγκράτι.
Είχε και άλλους Κονγκολέζους εκεί;
Όχι, ήμουν εγώ, η νύφη μου και ο αδερφός μου. Μετά από μια εβδομάδα μου λέει η ζωή εδώ πέρα είναι αλλιώς δεν είναι όπως ήσουν κάτω. Εδώ μέχρι να σου γράψω να πας σχολείο, πρέπει να μάθεις να δουλέψεις, να βγάλεις τα, πως το λένε, οι ανάγκες σου. Κάτι που εγώ στην πατρίδα μου δεν το είχα. Έκλαψα, του λέω γύρισε με πίσω. Για δυο μήνες δεν έτρωγα. Έκλαιγα. Μου λέει πίσω δεν γυρνάς. Ήταν κάπως λίγο δύσκολα για μένα μέχρι που συνάντησα οι άλλες από την πατρίδα μου και μου λένε ξέρεις, θα συνεχίσεις, η ζωή εδώ είναι έτσι, σιγά σιγά, θα δεις, κάτσε ένα χρόνο και να δεις πως θα είσαι. Έτσι, έτσι έκατσα. Στην πορεία, μετά από τρία χρόνια, γνώρισα τον άντρα μου και έτσι έμεινα. Αλλά δεν ήταν, πως το λένε, εύκολα για μένα, γιατί είχα άλλη ζωή κάτω στην πατρίδα μου. Δεν είναι ότι μου έλειπε πράγματα, είχα τα πάντα, ήμουν μια χαρά. Λοιπόν, όταν ήρθα εδώ πέρα ένιωσα σαν... ότι βγήκα από μια ζωή που ήμουν καλά και έρχομαι εδώ πέρα, δυσκολεύομαι. Δυσκολεύτηκα επειδή έπρεπε να δουλεύω, είκοσι ετών παιδί δεν ήξερα δουλειά, δεν είχα μάθει δουλειές και έπρεπε να τα βγάλω πέρα και δεν ήταν και εύκολα. Τα παλιά χρόνια άμα δουλεύεις σε βλέπανε σαν πως το λένε... Δηλαδή δούλευες πάρα πολύ και δεν είχες, πως το λένε, όρεξη για ξεκούραση. Για μένα ήταν δύσκολο.
Τι δουλειά κάνατε;
Οικιακά. Για το σπίτι, καθάριζα σπίτι. Καθάριζα σπίτι σε κάποιος ξέρει, κάποιος ζητάει κοπέλα για να καθαρίζει το σπίτι του, έτσι πήγαινα. Μέχρι που, πως το λένε, τα πράγματα αλλάξανε λίγο όταν μπήκα στην Κονγκολέζικη κοινωνία... όταν βρήκα την κοινότητα Κονγκολέζοι και έτσι άρχισα και παρέες, είχα και παρέες. Τότε άλλαξε λίγο, πως το λένε, η σκέψη μου και τέτοια. Αλλά παρ' όλα αυτά, είχα πάει μια φορά Βέλγιο να δω πως είναι εκεί πάνω τα πράγματα απλώς δε μου άρεσε. Η ζωή εκεί πέρα ήταν αλλιώς, ήταν αλλιώς, οι άνθρωποι ζουν αλλιώς. Δεν είχαν, πως το λένε, αυτήν την ήρεμη ζωή που έχουμε εμείς εδώ πέρα. Δηλαδή η ζωή εκεί πέρα ήταν πολύ έντονα. Εγώ δεν είχα ζήσει τέτοια ζωή ούτε στην πατρίδα μου και έτσι δεν μου άρεσε να μείνω και γύρισα πίσω. Γύρισα πίσω, γνώρισα τον άντρα μου και έτσι μείναμε μαζί. Αποφασίσαμε να παντρευτούμε και κάναμε οικογένεια.

Μέρος 2ο - Η κοινότητα

Όταν μπήκατε στην Κονγκολέζικη κοινωνία, όταν γνωρίσατε άλλα άτομα, αρχίσατε να σκέφτεστε διαφορετικά για την Ελλάδα. Που ήταν αυτή η κοινωνία; Που τους βρήκατε; Πως συναντιόσασταν; Είχε κοινότητα;
Είχαμε κοινότητα τότε, είχαμε κοινότητα Κονγκολέζοι. Αυτό ήταν κάθε σαββατοκύριακο, μαζευόμαστε κάπου, ή σε μια πλατεία να μιλάμε για τα προβλήματα μας, πως ζούμε, οι καινούργιοι, οι παλιοί, αυτό. Και έτσι ένιωσα ότι τουλάχιστον έχω κάποιον που πρέπει να, πως το λένε, να μιλάμε, να πούμε, δηλαδή σαν παρέα.
Σε ποια πλατεία συναντιόσασταν;
Ήταν στην πλατεία Μαβίλη, ναι πιο πολύ, ή πλατεία Μαβίλη ή εδώ στο πάρκο, εδώ πέρα στο Μέγαρο Μουσικής,ε εκεί πιο πολύ, αυτά. Και μετά είχαμε και παρέες από οι άνθρωποι που δουλεύανε στις Πρεσβείες του Κονγκό εδώ, σε διάφορα σπίτια. Στην πλατεία Μαβίλη επειδή ήταν καλοκαίρι, ναι, καθίσαμε εκεί να φάμε κανένα παγωτό, κανένα φάντα. Δηλαδή για παρέα, καφέ.
Πηγαίνατε συχνά στην πλατεία Μαβίλη;
Ναι, πιο πολύ. Δηλαδή, τουλάχιστον κάθε σαββατοκύριακο άμα δεν έχουμε άλλη, άλλο πράγματα να κάνουμε. Επειδή είχαν και ομάδα μπάλας οι άντρες, είχανε και ομάδα μουσικής. Ή θα πάμε οι άντρες θα πάνε να παίξουν μπάλα με άλλες κοινότητες, από Καμερούν, από διάφορα, σαν ένα τουρνουά έτσι. Ή άμα δεν κάνουν αυτό, η ομάδα που παίζανε και μουσική πηγαίναν στην εστία, εκεί πέρα στα Ιλίσια, εστία, πώς το λένε, που είναι αυτό, Ιλίσια, την φοιτητική εστία εκεί. Είχανε διάφορες, πως το λένε ή μπάλα ή θα κάνουν ένα Σάββατο για μουσική ή άμα έχουμε γιορτή της χώρας μας κάνουν πάρτι και αυτοί τραγουδάνε τα παλιά μουσική της Κονγκό, αυτό. Αυτή ήταν η διασκέδαση μας. Καμιά φορά κανένα σινεμά, αυτά. Σαν, τότε, σαν νεολαία τότε. Ττο ΄80. Όχι, ΄82 ήρθα εγώ, από το ΄83 και μετά.
Κοινότητα, πιο πολλοί ήταν από Καμερούν, από Νιγηρία, από "Côte d'Ivoire". Δηλαδή ήταν νεολαία μεταξύ τους, δηλαδή θέλαμε να παίζουμε μπάλα με αυτή τη χώρα, έτσι, ναι, για διασκέδαση. Κάνανε, πως το λένε, τουρνουά ποιος θα κερδίσει, έτσι.
Που παίζανε μπάλα;
Στα Ιλίσια πάλι, εκεί στην φοιτητική εστία εκεί πέρα. Είχε έναν χώρο εκεί πέρα που ήταν ανοιχτό και έτσι εκεί βρήκαν να το κάνουν αυτό. Δεν ήταν σε κανένα γήπεδο.
Γενικά ο κόσμος που είχε έρθει εδώ πέρα είχε έρθει για να σπουδάσει ή για να δουλέψει;
Οι περισσότεροι είχαν έρθει για σπουδές που είχαν έρθει, οι πιο πολλοί ήταν από την Πρεσβεία, δηλαδή παίρνεις μια υποτροφία από το Κονγκό και έρχεσαι. Και... οι πιο πολλοί ήταν αυτοί, λίγοι ήταν για δουλειά. Δηλαδή αυτοί που ερχόντουσαν για δουλειά είχαν ήδη δουλειά από κάτω με Έλληνες και όταν το αφεντικό θέλει να έρθει τον έφερνε και μαζί. Οι πιο πολλοί. Οι φοιτητές ήταν πιο πολλοί μόνο έτσι με υποτροφία. Ή άμα έχεις κάποιος, όπως εγώ ήρθα μέσω αδερφός μου. Η κατάσταση με τα χαρτιά ήταν λίγο δύσκολη. Επειδή εγώ είχα έρθει με βίζα για τρεις μήνες και μετά όταν τέλειωσε ήταν δύσκολο να βγάλω τα χαρτιά. Θυμάμαι όταν τέλειωσε με είχαν απειλήσει. Μου είχαν πει ότι να φύγω από την χώρα, να φύγω από την Ελλάδα.
Εγώ είχα βίζα για τρεις μήνες. Όταν τελείωσε, ο αδερφός μου πήγε να την ανανεώσει και δεν γινόταν. Του είπαν ή να μπω σε σχολή, γιατί τότε έπρεπε να περιμένω μέχρι Σεπτέμβριο και δεν γινόταν αυτό. Βγήκα έξω, πήγα στην Γιουγκοσλαβία, πήρα βίζα και γύρισα πάλι. Και εκεί είναι που βρήκα μια δουλειά και αυτή που είχα σαν, αυτή η αφεντική μου έβγαλε τα χαρτιά και πήγα εκεί και χαρτιά από την Πρεσβεία ότι είμαι από το Κονγκό και έτσι έκανα αίτηση και βγήκε η άδεια, άδεια διαμονής. Δεν ήταν εύκολο. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, επειδή οι άλλοι μείνανε χωρίς άδεια. Και κάποια στιγμή ο Πρέσβης μας είχε γράψει ένα γράμμα στο Υπουργείο για όλους τους Κονγκολέζους που είναι εδώ πέρα να πάρουν άδεια παραμονής και έτσι μέσα σε αυτό έγινε και πολλοί πήραν άδεια. Δηλαδή οι πιο πολλοί, αυτοί που είχαν δουλειές. Αυτοί που δούλευαν στα σπίτια έτσι πήραν άδεια οι πιο πολλοί.
Ναι, είχε στείλει ο Πρέσβης χαρτί ότι είναι πόσα άτομα, 15-20 άτομα δουλεύουν και δεν έχουν άδεια. Και είχαν κάνει μια συμφωνία, δεν ξέρω τι, και όλοι πήραν άδεια παραμονής τότε. Αλλά ήταν άλλο από κυβέρνηση. Τότε, Ελλάδα και Ζαΐρ τότε είχαν πολύ καλή σχέση.
Και μετά ήρθανε και άλλοι άνθρωποι από το Κονγκό.
Ναι ήρθανε, ήρθανε. Αλλά οι πιο πολλοί ερχότανε για σπουδές.
Στην γειτονιά που, ύστερα όταν έγινε ο γάμος μας έφυγα από το Παγκράτι και έμεινα Αμπελόκηποι. Είχαμε πολλοί, πως το λένε, φίλες Έλληνες από την πολυκατοικία. Θυμάμαι είχαμε ένα θυρωρός που ήταν... θυμάμαι στην πολυκατοικία που μέναμε είχαμε ένα θυρωρός που μας αγάπησε πολύ και μιλάγαμε, ήμασταν σαν οικογένειες. Θυμάμαι όταν έκανα το πρώτο μου παιδί... επειδή ερχόταν, άμα ας πούμε θέλω να πάω μήπως το παιδί κοιμάται, θέλω να πάω λίγο στο σουπερμάρκετ λίγο, την αφήνω λίγο λέω τρέχω στο σουπερμάρκετ να πάρω αυτό, κοίταξε την λίγο, έμεινε με το παιδί. Και να φανταστείς, το παιδί άργησε να μιλήσει, όταν μεγάλωσε λίγο έγινε δυο ετών, άρχισε να μιλάει δύο ετών, δυόμιση, η πρώτη λέξη που είπε σε αυτήν ήταν γιαγιά, την φώναζε γιαγιά. Και αυτή έκλαιγε, τα παιδιά της δεν είχαν ακόμα παντρευτεί και αυτή... της άρεσε πολύ και έχουμε σχέση μέχρι τώρα.

Στην δουλειά τα παλιά χρόνια ήταν λίγο δύσκολα γιατί δεν είχαμε ένσημα, ποτέ. Δεν κόλλαγαν ένσημα και δεν ξέραμε εμείς ότι έπρεπε να κολλάνε ένσημα και έτσι έχουμε χάσει πολλά χρόνια για αυτά. Τώρα που σου μιλάω δεν έχω ένσημα, παρόλο που δούλεψα πάρα πολύ, δεν έχω ένσημα, γιατί το σύστημα τότε ήταν έτσι. Αλλά έδωσε ο Θεός, ευτυχώς.
Οι υπόλοιποι στην κοινότητα παίρνανε ένσημα στη δουλειά τους;
Αρχίσανε να παίρνουν ένσημα όχι και πολλοί... ανάλογα, μόνο αυτοί όπως ο άντρας μου δούλευε σαν μάγειρας, τότε είχε τα ένσημα του. Αλλά αυτοί που δούλευαν στα σπίτια, όχι. Τώρα είναι πιο πολλοί που κολλάνε τα ένσημα, τώρα.

Μέρος 3ο - Απολογισμός

Τα παιδιά μου και τα δυο έχουν πάει νηπιαγωγείο Ελληνική, δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο. Όλα ελληνική σχολείο. Και στο σπίτι μιλάμε πάντα Ελληνικά. Μιλάμε Ελληνικά και Γαλλικά, αλλά πιο πολύ Ελληνικά.
Ελληνικά εγώ έμαθα με τη νύφη μου. Ο αδερφός μου τότε ήρθε και μου είπε ότι για να μάθεις τη γλώσσα πρέπει να ξεχνάς, δεν θα μιλήσουμε ούτε γαλλικά ούτε το διάλεκτο το δική μας, το Λινγκάλα, Ελληνικά μόνο για να μάθεις. Και κάθε Σάββατο έκατσα στην τηλεόραση να βλέπω με τη νύφη μου αυτά τα παλιά τα έργα ελληνικά, τα παλιά.
Δηλαδή;
Τα παλιά τα έργα, Αλίκη, Βουτσάς, τα παλιά έργα. Εκεί είναι που βλέποντας και ρώταγα και έγραψα μόνη μου και έτσι έμαθα πιο πολύ.
Ποια ήταν η αγαπημένη σας ταινία;
(γέλια) Αγαπημένη μου ταινία είναι ο "Αντωνάκη μου".
Αντωνάκη μου; Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα;
Ναι, αυτό αυτό.
Ξυπνήσαν οι σκλάβοι, Αντωνάκη μου!
Ναι αυτό (γέλια), αυτό να το βλέπω εκατό φορές δεν το βαριέμαι.
Εκκλησία που πηγαίνατε;
Εκκλησία. Λίγο με την εκκλησία είναι λίγο μπέρδεμα. Γιατί στην οικογένεια μου καθένα είναι ελεύθερη να πιστεύει εκεί που... Λοιπόν, ο αδερφός μου είναι ορθόδοξη, εγώ είμαι, πως το λένε, πεντηκοστή, ο άντρας μου είναι καθολική. Όταν ήρθα εδώ πέρα δεν ήξερα ότι ήταν η εκκλησία, πήγαινα στην ευαγγελική εκκλησία όταν έμαθα ότι έχει και ευαγγελική εκκλησία πήγαινα στην ευαγγελική εκκλησία και μετά από εκεί είδα ότι υπήρχε και πεντηκοστή. Γιατί από κάτω εγώ πηγαίνω πεντηκοστή εκκλησία και έτσι είμαι εκεί.
Κάνατε αίτηση για ταυτότητα;
Ναι έχω κάνει. Το έκανα όμως παρόλο που εγώ είπα στον άντρα μου να κάνει αίτηση και του λέω εγώ μετά. Γιατί έλεγα εντάξει θα δουλέψω, θα κάνω οικογένεια, κάποια στιγμή θα γυρίσω στην πατρίδα μου. Έλεγα ότι κάποια στιγμή θα γυρίσω στην πατρίδα μου. Αλλά περνάνε τα χρόνια, τα παιδιά, αφού έκανα παιδιά, μεγαλώσανε, είδα ότι... τα παιδιά έχουν μεγαλώσει εδώ. Να πάνε να ζήσουν κάτω δε νομίζω ότι θα... Να πάνε για διακοπές, ναι, αλλά να ζούνε κάτω... δεν έχουνε μάθει, πως το λένε, να ζούνε κάτω. Κι έτσι όταν όλοι πήραν ελληνική ιθαγένεια, γυρνάει η κόρη μου και μου λέει τι θα γίνει με εσένα; Λέω τι θα γίνει; Μου λέει έχεις σκεφτεί μήπως άμα γίνει κάτι, ας πούμε ότι γίνεται κάτι που δεν ξέρουμε, λένε όλοι οι ξένοι να φύγουν, εσύ τι θα κάνεις; Λέω δε θα γίνει κάτι τέτοιο. Μου λέει άμα, άμα! Κι έτσι λέω εντάξει, το σκέφτηκα, λέω έτσι κι αλλιώς έχω μεγαλώσει εδώ, πιο πολύ είμαι μεγαλωμένη εδώ πέρα. Στην πατρίδα μου πάω και νιώθω σαν να είμαι ξένη γιατί δε ζω πάλι εκεί, πάω για λίγο, δηλαδή βλέπω ότι το κομμάτι μου είναι εδώ. Κι έτσι αποφάσισα να ζητήσω.

Όταν ήρθαμε εμείς, και τώρα. Τώρα είναι διαφορετικά γιατί έχουν μάθει οι Έλληνες να ζουν με ξένοι. Δηλαδή όταν περπατάς στον δρόμο δεν σε κοιτάνε πάλι όπως παλιά, όπως όλοι βγαίναν από το μπαλκόνι και νιώθεις εσύ ότι σαν δεν βλέπουν άνθρωπο βλέπουνε κάτι... Έχει, έχει αλλάξει αυτό, αλλά οι Έλληνες πάντα είναι οι άνθρωποι που είναι... πως το λένε, βοηθάνε, αγαπάνε, αυτό.
Τι θα θέλατε να ξέρουν τα παιδιά σας για την εμπειρία σας που ήρθατε εδώ και αυτά που ζήσατε; Τι μάθημα θα θέλατε να πάρουν από αυτό;
Και τα παιδιά μου έχουν και δική τους ιστορία στο σχολείο. Τα παλιά χρόνια ήταν λίγο διαφορετικά με τα παιδιά. Δηλαδή ναι μεν πήγαιναν στο ίδιο σχολείο αλλά υπήρχαν άλλα παιδιά που τα βλέπανε, πως το λένε... Είναι μαύρη, είσαι μαύρη, αλλά ειδικά οι μεγάλοι ήταν λίγο, πως το λένε... Δεν τα έβαλα κάτω. Είχε πάντα άμυνα. Αλλά ήταν δύσκολο. Να 'ρθει το παιδί να σου πει μαμά μου είπαν αυτό, μου είπαν αυτό. Μέχρι να της μιλήσεις να της πεις κοίταξε, δεν ξέρουν, υπάρχουν άλλα παιδιά που δεν ξέρουν, υπάρχουν άλλοι γονείς που δεν έχουν μάθει στα παιδιά τους ότι υπάρχει... Ήταν λίγο...
Οκ. Ευχαριστώ πολύ.
Τίποτα.