Έφυγα απ’ τη Σιέρα Λεόνε 1982, λόγω που βρήκα μία δουλειά, η εταιρεία που δούλευαν οι Έλληνες και άλλες εθνικότητες από την Ευρώπη, και συνάψαμε φιλία μαζί. Αλλά ήταν οι Έλληνες πιο κοντά μας, δεν ήταν όπως οι Άγγλοι, η Γερμανία. Οι Γερμανοί και όσοι που δουλεύανε εκει, οι Έλληνες ήταν κοντά μας, κάνανε παρέα μας, κάναμε Πάσχα μαζί, κάναμε Χριστούγεννα μαζί, και υπήρχε αυτή η φιλία. Και γνώριζα ένα ζευγάρι όπου ο άντρας λέγεται Γιώργο και η κοπέλα λένε Μαρία και πήγαινα στα σπίτια τους και κάναμε παρέα πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους τους Έλληνες και ήτανε να φύγουνε απ´ τη Σιέρα Λεόνε γιατί τελείωσε η θητεία τους που είχανε εκεί, και ήτανε να φύγουνε από κει, να έρθουνε στην Ελλάδα και εγώ τους είπα: σε παρακαλώ πάρα πολύ, όταν θα πάτε στην πατρίδα σας, μην με αφήσετε εδώ, βοηθήστε με να φύγω από εδώ, γιατί έχω ένα παιδί και δεν μπορώ να μείνω εδώ. Και, έτσι έγινε, φύγανε, και ήρθανε εδώ στην Ελλάδα και ξαφνικά μία μέρα είδα ότι ήρθε το DHL και μου φέρανε και μου είπανε: ‘ποια είναι η Λορέτα Μακόλι’ και λέω ‘εγώ είμαι’, και μου είπανε, και δεν μπορείς να φανταστείς τι, τι χαρά, πιο χαρά στη ζωή μου ήταν αυτό, που ήρθανε και μου είπανε σου στείλανε εισιτήριο για να πας στην Ελλάδα. Ναι. Και ήταν τότε εκεί στην πατρίδα μου που, είχανε τότε πρόξενο, και πήγα, εισιτήριο να πάρω εκεί, και..πήγα εκεί και του είπα ότι εγώ δεν ήξερα τότε ότι πρέπει να πάρεις βίζα δεν ήξερα καν αυτό το πράγμα, πήγα εκεί και λέω μου στείλανε εισιτήρια για να πάω στην Ελλάδα, και αυτό, και αυτός μου λέει, στενοχωρήθηκα, έκλαιγα, ξέρεις τι μου λέει; Λέει πρέπει να στείλουνε άλλα εισιτήρια για επιστροφή και πρέπει να έχεις 500 δολάρια. Πού να βρω, εγώ γύρισα σπίτι κλάμα, πού να βρώ 500 δολάρια δηλαδή; Kαι..έφυγα πήγα σπίτι τί να κάνουμε, όλοι με λυπούνται, η οικογένειά μου, που δεν έχουμε λεφτά, φτώχεια, εε το καλό που είχαμε εμείς είχαμε δικό μας σπίτι που μέναμε, δεν πληρώναμε ενοίκιο, είμαστε εκεί πιο λίγο καλύτερα. Και…πού να βρω 500 δολάρια τώρα και εισιτήριο, δεν ήξερα ότι αυτοί οι άνθρωποι θα μου στείλουν επιστροφή εισιτήριο. Και έστειλα στην Ελλάδα ότι ζητάνε με επιστροφή εισιτήρια. Και την άλλη μέρα πάλι ήρθε εισιτήρια (γέλιο). Ναι, και μου μένουν 500 δολάρια τώρα. Ξέρεις τι έκανα; Μάζεψα ό,τι έχω και δεν έχω στο σπίτι, πούλησα όλα. Πούλησα όλα! Και πήρα πεντακόσια, πεντακόσια ενενήντα δολάρια. Και αρχίζω το προετοιμασία. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χάρηκα πολύ, πάρα πολύ χάρηκα που θα φύγω από κει. Και ύστερα αρχίζω να σκέφτομαι για το παιδί τι θα κάνω για το παιδί. Άφησα εκεί στην δική μου και μετά το κακό έγινε.
Εγώ από μικρή ήμουνα, είμαι, ακτιβίστρια, μιλάω. Δεν κάθομαι και να μην λέω τίποτα, παρόλο που σκοτώνανε κόσμος εκεί μιλούσα, και μου φαίνεται μου είχαν βάλει μάτια. Μόλις πάω στο αεροδρόμιο την ημέρα που πρέπει να φύγω, με συλλάβανε στο αεροδρόμιο. Και κλάμα πάλι. Αρχίζουμε να βρούμε βοήθεια, να με βοηθήσουνε, και το τυχερό είναι βρήκαμε ένας άνθρωπος που είναι συγγενής με τον πατέρα μου, και εγώ έμενα εκεί, ετοιμάζει να φύγει το αεροπλάνο, με συλλάβανε για τίποτα, που δεν έκανα τίποτα, κατάλαβες; Δεν ξέρω μου έχουνε βάλει μάτι; Και βρήκαμε αυτό τον άνθρωπος που είναι, έχει θέση στο αεροδρόμιο εκεί, αυτός με βοήθησε να με αφήσουνε. Και εγώ ήμουνα τελευταίο που μπήκα μέσα στο αεροπλάνο γιατί αλλιώς θα έφευγε το αεροπλάνο. Ευτυχώς εγώ ήμουν τελευταίο. Μόλις μπω μέσα κλείσανε την πόρτα και φύγανε. Κατάλαβες; (γέλιο) Ε, έφυγα απ’ τη Σιέρα Λεόνε, ήλθα εδώ στην Ελλάδα, εμ, με φιλοξενήσανε αυτοί που με έφεραν εδώ, πήγαν πρώτα στο αεροδρόμιο αλλά έκαναν λάθος την πτήση, δεν ήξεραν πότε. Κάνανε λάθος για την πτήση.
Ήλθα Ιουλίου, κάπου 25 κάπου εκεί, θυμάμαι λίγο, ναι. Ναι Ιουλίου ήταν, ακριβώς Ιουλίου. Και ήλθα στο αεροδρόμιο, δεν ήταν κανείς να με περιμένουν, δεν ήξερα ότι αυτοί ήλθανε νωρίς, κάνανε λάθος και μετά φύγανε. Και εγώ ήλθα το μεσημέρι εδώ και αρχίζω, αλλά είχα διεύθυνση, την διεύθυνση είχα. Και πήρα ταξί και με πήγανε εκεί στη διεύθυνση που πάω και με βρήκανε οι άνθρωποι, χαρήκανε πολύ, μου έδωσαν κάτι να κάνω μπάνιο και μου δώσανε φαγητό, χάρηκαν όλοι, και συνεχίζω να μένω εκεί μαζί τους, μέχρι έξι μήνες, και μετά πήγα εγώ να νοικιάζω σπίτι για τον εαυτό μου. Ναι πήγα να βρω σπίτι και βρήκα, αρχίζω να βρω σπίτι και βρήκα σπίτι στην Κουκάκι, Δημητρακοπούλου 17, και πήγα εκεί, έμενα σε ένα διαμέρισμα, πλήρωσα από τα δολάρια που έφερα, νοικιάζω σπίτι και αρχίζω να ψάξω για δουλειά, σιγά σιγά. Και δεν ήξερα τη γλώσσα, και δεν είχα κανένας, ήμουνα μόνη μου. Μία φορά αρρώστησα έπαθα γρίπη και δεν ήξερα τι να κάνω, έμενα μόνη μου μέσα με πυρετό με όλα, και άκουσα πόδια στο διάδρομο και χτύπησα την πόρτα και αυτή με είδε και ήρθε μέσα και με πήγανε στο νοσοκομείο και με βοηθήσανε τότε. Ναι.
Οι γείτονες;
Ναι. Και με βοηθήσανε. Και σιγά σιγά, έμενα εκεί, εμ και βγαίνω πότε βγαίνω έξω και καλά κάθετο δρόμο, δεν ξέρω, μία φορά πήγα να πάρω ψάρι και από το βράδυ βγήκα απ’το σπίτι. Και έβλεπα τα σπίτια (γέλιο), τα σπίτια όλα είναι ίδια. Εγώ με την πώς το λένε άρχισα να ρωτήσω για εκκλησία και μου έδειξαν όλες τις εκκλησίες, και το βράδυ βγήκα απ’ το σπίτι, εμ κάτι είναι αυτό. Και μετά αρχίζω να μιλήσω με κόσμος που ήταν από την πατρίδα μου εδώ και ήθελα να μάθω πού είναι αυτοί οι άνθρωποι, με βοήθησε ένας που δούλευε στην πατρίδα, από αυτή που με φύγανε, έδωσε το τηλέφωνο, να πάρω τηλέφωνο σε αυτούς, και κλείσαμε ραντεβού και πήγα εκεί στα σπίτια τους. Και τους ρώτησα: Eσεις τι κάνετε εδώ για να ζήσετε, γιατί εγώ δεν ξέρω, και κοντεύει να μην έχω, και να μείνω στο δρόμο. Και μου είπανε εμείς εδώ, οι κοπέλες που ήταν εκεί, μου λέει εμείς δουλεύουνε, δουλεύουμε στα σπίτια και τα λοιπά, και μου κάνει, θυμάμαι όταν μου λέγανε αυτό, γιατί όσο φτωχή ήμουνα εκεί στην πατρίδα μου δεν έβλεπα, δεν δούλευα στα σπίτια, μου κακοφάνηκε σου λέω την αλήθεια, να αρχίσω εγώ να δουλεύω στα σπίτια, όχι. Αλλά στεναχωρήθηκα, αλλά πήρα απόφαση να με βοηθήσει μία κοπέλα που είναι μαζί από την πατρίδα, πατριώτισσά μου, για να βρούμε δουλειά. Σε μία κυρία που δουλεύει και αυτή, και σύστησε εμένα σε μία άλλη κυρία και άρχισα να δουλεύω εκεί.
Και μετά η άδεια παραμονής ήταν πολύ μεγάλο πρόβλημα, κανένα δεν έπαιρνε άδεια παραμονής, και εγώ χάρηκα που βρήκα αυτή τη δουλειά που μένω μέσα στα σπίτια και να μην βγαίνω έξω. Γιατί τότε, αν σε πιάνει η αστυνομία, ο ελληνικός κράτος πληρώνει αεροπλάνο να σε πανε πίσω. Τότε η Ελλάδα είχε λεφτά. Γιατί πληρώνουνε εισιτήρια να φύγεις από τη χώρα. Υπήρχε λεφτά για αεροπλάνο, δεν ξέρω πού τα βρήκανε αυτοί αλλά βρήκαν λεφτά να, να στείλεις πίσω το κόσμος. Και χάρηκα πολύ που δούλευα στα σπίτια και όλα αυτά που μου κοστίζει 17 χρόνια να δουλεύω στα σπίτια μέσα, λόγω που δεν μπορώ να βρω άδεια παραμονής, εμ και μετά έφτασε 1998, που έγινε νομιμοποίηση των μεταναστών. Τότε βγήκα κι εγώ και έκανα αίτηση για άδεια παραμονής, με βοηθήσανε να το βγάλω αυτό, γιατί δούλευα πέντε χρόνια μου εκεί, για να μου δώσουνε κάτι για να μείνω. Γιατί είχα αλλάξει δουλειές στα σπίτια, γιατί με βρήκε πρώτα η μια φίλη και μετά αλλάζω, αλλάζω, αλλά τελευταίο σπίτι που ήμουνα ήταν πέντε χρόνια. Και έμενα μέσα στα σπίτια ώσπου να νομιμοποιήσουν την..των μεταναστών. Και τότε πήρα την άδεια παραμονής , ‘98, εμ, έχω την άδεια παραμονής αλλά ήταν μπερδεμένα πράγματα. Κάθε φορά άλλου δικαιολογία, άλλη δικαιολογία, και έφτασε μία φορά που είπανε να υπογράψει εργοδότη. Εγώ δεν είχα, εργοδότη που ήμουνα, ήτανε, έχει φτάσει έντεκα χρόνια που μένω εκεί, ήμουν πριν τη νομιμοποίηση πέντε χρόνια εκεί, και πάλι έξι χρόνια μετά, ήμουνα εκεί, μου έκανα έντεκα χρόνια εκεί, και πέθανε ο παππούς που φρόντιζα. Αλλά εγώ νόμιζα επειδή ήμουνα έντεκα χρόνια εκεί θα με βοηθήσουν να έχω άδεια παραμονής. Τίποτα απλώς με απέλυσαν. Και ήμουνα πάλι στο δρόμο δεν έχω άδεια παραμονής. Έχασα την άδεια παραμονής. Και ήμουνα μέσα, και ήμουνα στο δρόμο πάλι. Δεν ξέρω για ποιο λόγο ήμουνα έτσι, δεν έχω άδεια παραμονής, έχασα τελείως, δεν έχω. Και μετά εγώ σκέφτηκα, δεκαεφτά χρόνια είμαι, ήμουνα χωρίς άδεια παραμονής και ξέρω τι πέρασα. Τί πέρασα από αυτές, τα σπίτια που δούλευα. Πολλές φορές, πολλές φορές, εμ, τα σπίτια που δουλεύαμε, δεν είναι όλοι καλοί άνθρωποι. Υπάρχει και καλοί άνθρωποι αλλά τότε εκεί που ήμουνα πολλοί σε εκμεταλλεύονται, όταν είναι για να σε πληρώσουν, έχω αφήσει πολλά λεφτά, λόγω που, από φόβο, δεν θέλω να με πιάσουν η αστυνομία. Και άφησα πολλές φορές τα λεφτά μου και πάω αλλού και βρω δουλειά, γιατί το κάνανε αυτό. Όταν ζητάς τα λεφτά που έχουν για να σε πληρώσουνε σου λένε θα φωνάξουμε αστυνομία. Και έχουν κάνει σε δυο-τρεις φίλες μου που τους στείλανε πίσω. Μία φίλη μας ήταν, ήταν, είχε μωρό στο χέρι, και την απέλυσαν. Τους στείλανε στην πατρίδα και πέθανε το παιδί εκεί. Κατάλαβες; Εεμ και τότε, τι κάνουμε, εμείς που δεν έχουμε άδεια παραμονής αν έχουμε κανένα πρόβλημα με αυτοί, εργοδότες, φεύγουμε και αφήνουμε τα λεφτά, δεν ζητάμε λεφτά μετά. Ούτε ΙΚΑ μας πληρώνουνε, τίποτα. Μιλάω για παλιά, πριν την άδεια παραμονής, σου είπα την κατάσταση που ήμουνα. Πώς πέρασα πριν πάρω την άδεια παραμονής.
Ωραία, να ξαναρωτήσω λίγο για να το αναλύσουμε παραπάνω;
Ναι, ναι.
Πριν τη νομιμοποίηση το ‘98, απ’ όταν ήρθες και άρχισες να δουλεύεις σε σπίτια, μέχρι το ‘98 που έγινε η νομιμοποίηση, εσύ δούλευες για 16 χρόνια σε σπίτια, χωρίς άδεια διαμονής, και χωρίς ένσημα.
Ναι.
Και εσένα προσωπικά σου είχανε πει εργοδότες ότι, όταν ζητούσες τα λεφτά, ότι άμα θες τα λεφτά θα φωνάξω την αστυνομία;
Ε βέβαια, βέβαια. Και να μην μου το πεις, μου έχουν πει κάποτε αν έλθεις εδώ θα σου φωνάξουμε αστυνομία, γιατί ήτανε Χριστούγεννα, έχουνε τραπέζι, κι εγώ διάλεξα τότε να φύγω από κει, γιατί ήτανε πολύ κακοί μαζί μου, κατάλαβες. Και μου είπανε μην ξαναπατήσεις εδώ γιατί άμα πατήσεις εδώ θα σε φωνάξουμε αστυνομία, γιατί ξέρουνε ότι δεν έχουμε άδεια παραμονής.
Και αυτό γινόταν όταν ζητούσες τα λεφτά σου.
Ναι ναι βέβαια
Δηλαδή δούλευες και δεν σε πληρώνανε καθόλου;
Καθόλου. Και πρέπει να φύγω και έφυγα από κει, και πάω και ψάχνω να βρω άλλη δουλειά, μέχρι να φτάσω εκεί που έγινε η νομιμοποίηση ε…και μετά έχασα την άδεια παραμονής που πέθανε αυτός, και πάλι ήμουνα στο δρόμο χωρίς άδεια παραμονής, και να ξέρεις, άμα δεν έχεις άδεια παραμονής είσαι αόρατος. Θα σου κάνουνε ό,τι θέλουνε. Γιατί δεν έχεις πού να πας, εγώ έμενα αυτή τη ζωή, παλιά ήταν. Και μετά, είπα εγώ δεν θα φοβάμαι, έφυγε το φόβο, δεν έχω τίποτα να χάσω πάλι. Έχασα την άδεια παραμονής, και έλεγα δεν θα τα φοβάμαι τώρα, μου έφυγε το φόβο. Λέω δεν έχω τίποτα να χάσω. Εγώ δεν ήλθα εδώ, δεν είμαι, για να κάνω εγκλήματα, εγώ ήλθα για να δουλέψω να βοηθήσω δικούς μου ανθρώπους...πέθανε ο άλλος, δεν με υπογράψουνε τη σύμβαση, πρέπει να ξέρω για ποιο λόγο θα πληρώσω εγώ αυτό. Δεν είμαι εγκληματίας. Και άρχιζα να βρω οργανώσεις γυναικών.
Τότε είχες ακούσει ότι αυτό συνέβαινε και σε άλλες κοπέλες;
Ναι ναι βέβαια, συνέβαινε σε άλλες κοπέλες, αυτό τότε που μου είπε ο εργοδότης θα φωνάξω αστυνομία, έχω ακούσει από άλλες κοπέλες, γυναίκες και τους διώξανε κιόλας, δεν είναι μόνο, στην πατρίδα, τους διώξανε. Δεν είναι μόνο γυναίκες από τη Σιέρα Λεόνε, απ’ όλες τις χώρες της Αφρικής, γιατί εγώ είχα επαφή με κόσμος από την Αφρική. Και τους διώξανε, το ακούμε, κλαίγαμε πολλές φορές που διώχνουνε ένας από μας, μερικές φορές οι εργοδότες λένε ψέματα και φωνάζουνε αστυνομία. Για παράδειγμα αν δουλεύεις σε ένα εργοδότη και, αφήνεις τη δουλειά και πας να δουλεύεις αλλού, σε κυνηγάνε και σε πιάσουνε και σε στείλουνε στην πατρίδα σου. Α έχω, πολύ έχω ακούσει αυτό.
Υπήρχε κάποιος/κάποια που προσπάθησε να κάνει κάτι γι’αυτό; Να το καταγγείλει ή να πάει σε κάποια, να βρει κάποια βοήθεια;
Αφού όλοι φοβούνται, η πλειοψηφία των μεταναστών ήταν χωρίς άδεια παραμονής, τότε ποιος θα σηκώνει, να φωνάζει και να σε διώξουνε; Κανένας δεν ήταν. Κι εγώ, από τότε έχασα την άδεια παραμονής, τότε έλεγα δεν θα φοβηθώ κανένα. Δεν είμαι εγκληματίας. Κατάλαβες; Και τότε βγήκα έξω να βρω γυναικείες οργανώσεις και βρήκα μία κοπέλα που είναι από την Αλβανία που ήδη έκανε advocacy, μιλάει για τα δικαιώματα και όλα αυτά. Και όταν τη βρήκα, έκλαιγα τόσο πολύ και μου λέει, μου έδωσε νερό, ηρέμησε, ηρέμησε’. Μου είπε να ηρεμήσω, και μου είπε θα σε πάω σε διάφορες γυναικείες οργανώσεις για να, για να μπορείς να μιλήσεις για τα προβλήματά σου. Λέω εντάξει, εντάξει. Και τότε ήμουν μόνη μου που αρχίζω να μιλήσω. Δεν υπάρχει κανένας από μας, από την Αφρική που μιλάει για τα δικαιώματά μας. Κι εγώ πήγαινα μαζί της δύο-τρεις φορές σε εκδηλώσεις που κάνουνε, και μου λέει γιατί δεν μιλάς, εγώ λόγω που ήμουνα πολλά χρόνια από φόβο και όλα αυτά, φοβόμουνα να μιλήσω. Φοβόμουνα. Και μετά, μία μέρα που πηγαίναμε, γυρίζω από τέτοιο εκδήλωση, τότε αρχίζω να μην φοβάμαι για να μιλήσω, άρχιζα να μιλήσω τότε. Είπα ότι, όταν έχασα την άδεια παραμονής, μου έφυγε ο φόβος, γι’ αυτό βγήκα στο δρόμο. Το άλλο φόβο που μου μένει τώρα για να νικήσω είναι να μιλήσω μπροστά στο κόσμος. Εκεί είχα κολλήσει (γέλιο). Είχα κολλήσει εκεί, και μετά μια μέρα που έφυγα από την εκδήλωση, στο δρόμο έλεγα μόνη μου, μίλησα με τον εαυτό μου, λέω, Λορέτα ή να μιλήσει ή να σε στείλουνε στην πατρίδα σου. Και φοβήθηκα πιο πολύ να με στείλουνε στην πατρίδα (γέλιο), αρχίζω να μιλήσω. Κατάλαβες. Αρχίζω να μιλήσω, έτσι συνεχίζω να μιλήσω, μέχρι μία μέρα που όταν έφυγα πάλι σε τέτοιες εκδηλώσεις και αυτά, εμ, λέω, στάσου, μπορεί άλλοι Αφρικανίδες να έχουν τέτοιο πρόβλημα και αυτοί. Λέω κοίτα να δεις, αυτοί οι Ευρωπαίες, γυναίκες κοίτα τι δύναμη έχουνε. Μιλάνε, κάνουνε, μιλάνε για τα προβλήματα, λέω γιατί να μην έχουμε κι εμείς οργάνωση, σκέφτηκα. Σαν γυναίκες από την Αφρική. Σκέφτομαι πολύ καιρό γι’ αυτό. Αλλά λέω ποιος θα σε πιστεύει τώρα να πας να πεις ότι θες να κάνεις οργάνωση. Τότε έχει φτάσει 2004.
Τότε δεν υπήρχανε άλλες ενώσεις Αφρικανών;
Eίχαν το Πανάφρικα, αλλά ήτανε πλειοψηφία άντρες και δεν πλησιάζει οι γυναίκες εκεί. Κατάλαβες; Και του κάνει εντύπωση πώς εμείς οι γυναίκες οργανώνουμε πράγματα. Δεν πιστεύουνε. Γιατί αυτοί οι άντρες είναι, πώς να σου πω, άντρες από την Αφρική. Αυτοί έχουν τη δύναμη, αυτοί έχουνε όλα. Και εμείς τώρα να είμαστε, γυναίκες; Πολλοί είχανε απειλήσει μερικές γυναίκες άμα ήταν στην οργάνωση μας, θα τους δώσουνε διαζύγιο, και το κακό είναι τότε, η πλειοψηφία των αντρών, αυτοί είχαν άδεια παραμονής γιατί σπούδαζαν οι άντρες. Γι’ αυτό φτιάξανε την Πανάφρικα. Ναι, οι άντρες είχανε την εξουσία πιο πολύ λόγω που σπούδαζαν. Ξέρεις τι γινόταν τότε; Oι γυναίκες ήλθανε, λόγω που θα βρούνε δουλειά στα σπίτια, δουλεύανε στα σπίτια και οι άντρες σπουδάζανε. Και είχανε όλοι, (γι’ αυτό έφτιαξαν Πανάφρικα), είχαν όλα τα εξουσία μαζί. Και όταν το κάναμε εμείς απειλούσανε μερικοί ότι αν έλθουνε γυναίκες μες την οργάνωσή μας θα τους διώξουνε, θα πάρουνε διαζύγιο. Και έτσι συνεχίζουμε τώρα με την οργάνωση αλλά το πρώτο που ήταν στο ατζέντα μας ήταν η δεύτερη γενιά, τα παιδιά που γεννιούνται εδώ και δεν έχουν υπηκοότητα, την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζουμε να μιλήσουμε γι’ αυτό, να κάνουμε καμπάνια, να πάμε στη Βουλή να μιλήσουμε, να κάνουμε, πολλά κάναμε, τότε. Και πρώτη φορά αρχίσανε να συζητήσουνε στη Βουλή για αυτό.
Θυμάσαι από ποιες χώρες ήταν ο κόσμος τότε(στην ένωση γυναικών);
Ναι, Νιγηρία, Γκάνα, Σιέρα Λεόνε, εμ, Αιθιοπία, από αυτά θυμάμαι γιατί πρώτα ήμασταν πέντε χώρες. Και μετά γίνεται δέκα και μετά, βάλαμε πολύ όλη την Αφρική.
Και πού συναντιόσασταν;
Ε στην οδός Κεφαλληνίας, εδώ στην Κυψέλης. Σε ένα μαγαζί ήταν αυτό. Εκεί αρχίζαμε να κάνουμε συνάντηση και μετά συνεχίζουμε το έργο μας για τα δικαιώματά μας, μέχρι τώρα είμαστε. Αυτά.
Ήταν εύκολο τότε να φτιάξεις μια κοινότητα και να βγάζεις φωνή;
Nαι ναι ήταν εύκολο, να μην πω ψέματα, μόνο όταν βγήκε η Χρυσή Αυγή, τότε αρχίζουμε με τα ρατσιστικά όλα αυτά, αλλά όταν αρχίσαμε ήταν ελεύθερη, η κοινωνία μας δέχεται, γιατί εμείς είχαμε τους δημοσιογράφους που μας παρακολουθεί, τηλεόραση, εφημερίδα και κάνανε γκάλοπ στο δρόμο, και η κοινωνία όλο μας υποστηρίξανε για τα παιδιά που γεννιούνται εδώ.
Μου είπες ότι όταν ήρθες στην Αθήνα έμενες στο Κουκάκι.
Ναι, η κοινωνία τότε που ήρθα εδώ στην Αθήνα πρώτη φορά, ήταν τόσο…δεν θα πω ότι είναι ρατσιστές η συμπεριφορά τους, αλλά απλώς δεν ξέραν για μας τότε. Περνούσες το δρόμο και να φωνάζουν η μία στην άλλη ‘Έλα να δεις μια μαύρη’, κάτι τέτοιο ακούς εδώ στην Αθήνα που βλέπεις…Και ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, όποτε θέλεις θα βρεις δουλειά, και ήταν εύκολο να νοικιάζεις σπίτι. Και πας να νοικιάζεις σπίτι, σε καλούνε, ένας απ’ το μπαλκόνι ‘Μην πας εκεί έχω καλό σπίτι, δικό μου διαμέρισμα είναι πιο ωραίο από αυτό (γέλιο), ‘έλα, έλα εδώ’. Κατάλαβες, αυτά είναι σαν όνειρο τώρα (γέλιο). Έτσι είναι, η κοινωνία δεν έχει καταλάβει ακόμα, μας βλέπουνε σαν...’τι είναι αυτό;’ Κατάλαβες.
Και την ελληνική γλώσσα εντωμεταξύ πώς την είχες μάθει;
Στον δρόμο, και μετά στο τέλος πήγα σχολείο, να μάθω την ελληνική γλώσσα. Ακόμα μαθαίνω βέβαια γιατί είναι δύσκολη γλώσσα. Μάθαμε στον δρόμο και στα σπίτια που δουλεύαμε.
Η αστυνομία τότε πώς συμπεριφερότανε;
Η αστυνομία δεν πλησιάζει. Τότε.. πολύ καλά ήταν τότε, η αστυνομία δεν σε πειράζει στον δρόμο. Αυτό είναι, ήτανε ένα καλό, δεν σε πειράζουνε στον δρόμο. Γιατί αν πειράζανε, η πλειοψηφία δεν έχουν άδεια παραμονής. Τότε όλοι θα είχαμε φύγει. Ναι.
Κι αυτό τι σημαίνει;
Σημαίνει τότε ότι εκτός αν σε καρφώσουν, όπως εμείς που δουλεύουμε στα σπίτια, και πάει ο άλλος και λέει: ‘δουλεύεις στο σπιτι μου’, και θα σε πιάσουνε και θα σε στείλουνε στην πατρίδα. Εκτός αν σε καρφώσουν, αλλιώς η αστυνομία τίποτα. Αυτό ήταν το καλό τότε. Ένα καλό, ένα ήταν κι αυτό που είχαμε στα σπίτια: Δεν πας δύο φορές σε ένα σπίτι. Δεν σε (τους) νοιάζει αν είσαι μαύρος ή άσπρός. Όπου πας, βρεις σπίτι.
Και τώρα βλέπεις ότι είναι διαφορετικά όλα αυτά;
Αχα, πολύ διαφορετικά, τι λες παιδί μου, καμία σχέση. Καμία σχέση σου λέω. Όταν δουλέψαμε τότε στα σπίτια σε πληρώνουνε 4.000 δραχμές. Τώρα δεν ξέρω πόσο ευρώ ήταν αυτό (γέλιο). Και τα σπίτια, μπορείς να νοικιάζεις σπίτι ένα χιλιάρικο. Πάει να πει, πόσο είναι αυτό, ένα χιλιάρικο πληρώνεις για σπίτι, και για διαμέρισμα σαν αυτό 7.000 δραχμές. Για κοίτα και θα δεις πόσο είναι ευρώ τώρα. Αυτό. Έτσι
Οκ, σε ευχαριστώ, θέλεις να πεις κάτι άλλο;
Εγώ ήθελα να πω για τότε που ήρθαμε τότε που δεν μας πληρώσανε ΙΚΑ και όλα αυτά, τώρα πολύ δύσκολο να έχουμε σύνταξη.
Ωραία, άρα, μία γυναίκα που ήρθε από την Αφρική από οποιαδήποτε χώρα για να δουλέψει και δούλευε στα σπίτια χωρίς ένσημα όλα αυτά τα χρόνια…
Ναι
….και έχει μεγαλώσει σήμερα και είναι σε ηλικία για σύνταξη…
Ναι ναι ναι
....τι κάνει;
Τίποτα δεν κάνει, δεν έχει τίποτα τώρα. Μία γυναίκα, εγώ για παράδειγμα που δούλευα με τόσα χρόνια, και αυτοί που είναι πιο μεγάλοι από μένα, δουλεύει, υπάρχουν γυναίκες, μεγάλες γυναίκες τώρα, που έχουν δουλέψει εδώ και δεν μπορούν τώρα να δουλέψουνε. Τι κάνουν αυτές οι γυναίκες, ταλαιπωρούνται αυτές οι γυναίκες. Μόνο αν έχουν παιδιά βοηθάνε τα παιδιά αλλά δεν έχει δεκάρα για σύνταξη. Λόγω που όταν ήλθαμε και ψάξαμε για δουλειά μας είπανε ´μην ζητάς σύνταξη γιατί δεν θα σε παίρνουνε για δουλειά’. Τώρα πληρώνουμε για αυτό. Δεν έχεις άδεια παραμονής, πού να πας να ζητήσεις σύνταξη.
Εντάξει, σ’ευχαριστώ πολύ.